εξελικτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εξελικτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εξελικτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εξελικτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εξελικτικός you have here. The definition of the word εξελικτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεξελικτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εξελικτικός (exeliktikósm (feminine εξελικτική, neuter εξελικτικό)

  1. evolutionary
    Synonym: ανελικτικός (aneliktikós)

Declension

Declension of εξελικτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξελικτικός (exeliktikós) εξελικτική (exeliktikí) εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτικοί (exeliktikoí) εξελικτικές (exeliktikés) εξελικτικά (exeliktiká)
genitive εξελικτικού (exeliktikoú) εξελικτικής (exeliktikís) εξελικτικού (exeliktikoú) εξελικτικών (exeliktikón) εξελικτικών (exeliktikón) εξελικτικών (exeliktikón)
accusative εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτική (exeliktikí) εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτικούς (exeliktikoús) εξελικτικές (exeliktikés) εξελικτικά (exeliktiká)
vocative εξελικτικέ (exeliktiké) εξελικτική (exeliktikí) εξελικτικό (exeliktikó) εξελικτικοί (exeliktikoí) εξελικτικές (exeliktikés) εξελικτικά (exeliktiká)