εξελικτικός • (exeliktikós) m (feminine εξελικτική, neuter εξελικτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξελικτικός (exeliktikós) | εξελικτική (exeliktikí) | εξελικτικό (exeliktikó) | εξελικτικοί (exeliktikoí) | εξελικτικές (exeliktikés) | εξελικτικά (exeliktiká) | |
genitive | εξελικτικού (exeliktikoú) | εξελικτικής (exeliktikís) | εξελικτικού (exeliktikoú) | εξελικτικών (exeliktikón) | εξελικτικών (exeliktikón) | εξελικτικών (exeliktikón) | |
accusative | εξελικτικό (exeliktikó) | εξελικτική (exeliktikí) | εξελικτικό (exeliktikó) | εξελικτικούς (exeliktikoús) | εξελικτικές (exeliktikés) | εξελικτικά (exeliktiká) | |
vocative | εξελικτικέ (exeliktiké) | εξελικτική (exeliktikí) | εξελικτικό (exeliktikó) | εξελικτικοί (exeliktikoí) | εξελικτικές (exeliktikés) | εξελικτικά (exeliktiká) |