ανεξίθρησκος • (anexíthriskos) m (feminine ανεξίθρησκη, neuter ανεξίθρησκο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξίθρησκος • | ανεξίθρησκη • | ανεξίθρησκο • | ανεξίθρησκοι • | ανεξίθρησκες • | ανεξίθρησκα • |
genitive | ανεξίθρησκου • | ανεξίθρησκης • | ανεξίθρησκου • | ανεξίθρησκων • | ανεξίθρησκων • | ανεξίθρησκων • |
accusative | ανεξίθρησκο • | ανεξίθρησκη • | ανεξίθρησκο • | ανεξίθρησκους • | ανεξίθρησκες • | ανεξίθρησκα • |
vocative | ανεξίθρησκε • | ανεξίθρησκη • | ανεξίθρησκο • | ανεξίθρησκοι • | ανεξίθρησκες • | ανεξίθρησκα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεξίθρησκος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεξίθρησκος, etc.) |