ανεπτυγμένος • (aneptygménos) m (feminine ανεπτυγμένη, neuter ανεπτυγμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανεπτυγμένος (aneptygménos) | ανεπτυγμένη (aneptygméni) | ανεπτυγμένο (aneptygméno) | ανεπτυγμένοι (aneptygménoi) | ανεπτυγμένες (aneptygménes) | ανεπτυγμένα (aneptygména) | |
genitive | ανεπτυγμένου (aneptygménou) | ανεπτυγμένης (aneptygménis) | ανεπτυγμένου (aneptygménou) | ανεπτυγμένων (aneptygménon) | ανεπτυγμένων (aneptygménon) | ανεπτυγμένων (aneptygménon) | |
accusative | ανεπτυγμένο (aneptygméno) | ανεπτυγμένη (aneptygméni) | ανεπτυγμένο (aneptygméno) | ανεπτυγμένους (aneptygménous) | ανεπτυγμένες (aneptygménes) | ανεπτυγμένα (aneptygména) | |
vocative | ανεπτυγμένε (aneptygméne) | ανεπτυγμένη (aneptygméni) | ανεπτυγμένο (aneptygméno) | ανεπτυγμένοι (aneptygménoi) | ανεπτυγμένες (aneptygménes) | ανεπτυγμένα (aneptygména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεπτυγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεπτυγμένος, etc.)