ανερυθρίαστος • (anerythríastos) m (feminine ανερυθρίαστη, neuter ανερυθρίαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανερυθρίαστος (anerythríastos) | ανερυθρίαστη (anerythríasti) | ανερυθρίαστο (anerythríasto) | ανερυθρίαστοι (anerythríastoi) | ανερυθρίαστες (anerythríastes) | ανερυθρίαστα (anerythríasta) | |
genitive | ανερυθρίαστου (anerythríastou) | ανερυθρίαστης (anerythríastis) | ανερυθρίαστου (anerythríastou) | ανερυθρίαστων (anerythríaston) | ανερυθρίαστων (anerythríaston) | ανερυθρίαστων (anerythríaston) | |
accusative | ανερυθρίαστο (anerythríasto) | ανερυθρίαστη (anerythríasti) | ανερυθρίαστο (anerythríasto) | ανερυθρίαστους (anerythríastous) | ανερυθρίαστες (anerythríastes) | ανερυθρίαστα (anerythríasta) | |
vocative | ανερυθρίαστε (anerythríaste) | ανερυθρίαστη (anerythríasti) | ανερυθρίαστο (anerythríasto) | ανερυθρίαστοι (anerythríastoi) | ανερυθρίαστες (anerythríastes) | ανερυθρίαστα (anerythríasta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανερυθρίαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανερυθρίαστος, etc.)