From Ancient Greek ἀνθεκτικός (anthektikós). By surface analysis, ανθ- (anth-, “anti-”) + εκτικός (ektikós, “sustaining, fluent, easy”).
ανθεκτικός • (anthektikós) m (feminine ανθεκτική, neuter ανθεκτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανθεκτικός (anthektikós) | ανθεκτική (anthektikí) | ανθεκτικό (anthektikó) | ανθεκτικοί (anthektikoí) | ανθεκτικές (anthektikés) | ανθεκτικά (anthektiká) | |
genitive | ανθεκτικού (anthektikoú) | ανθεκτικής (anthektikís) | ανθεκτικού (anthektikoú) | ανθεκτικών (anthektikón) | ανθεκτικών (anthektikón) | ανθεκτικών (anthektikón) | |
accusative | ανθεκτικό (anthektikó) | ανθεκτική (anthektikí) | ανθεκτικό (anthektikó) | ανθεκτικούς (anthektikoús) | ανθεκτικές (anthektikés) | ανθεκτικά (anthektiká) | |
vocative | ανθεκτικέ (anthektiké) | ανθεκτική (anthektikí) | ανθεκτικό (anthektikó) | ανθεκτικοί (anthektikoí) | ανθεκτικές (anthektikés) | ανθεκτικά (anthektiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανθεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανθεκτικός, etc.)