From αν- (an-, α- privative) + ισομερής (isomerís).
ανισομερής • (anisomerís) m (feminine ανισομερής, neuter ανισομερές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανισομερής (anisomerís) | ανισομερής (anisomerís) | ανισομερές (anisomerés) | ανισομερείς (anisomereís) | ανισομερείς (anisomereís) | ανισομερή (anisomerí) | |
genitive | ανισομερούς (anisomeroús) ανισομερή (anisomerí) |
ανισομερούς (anisomeroús) | ανισομερούς (anisomeroús) | ανισομερών (anisomerón) | ανισομερών (anisomerón) | ανισομερών (anisomerón) | |
accusative | ανισομερή (anisomerí) | ανισομερή (anisomerí) | ανισομερές (anisomerés) | ανισομερείς (anisomereís) | ανισομερείς (anisomereís) | ανισομερή (anisomerí) | |
vocative | ανισομερή (anisomerí) ανισομερής (anisomerís) |
ανισομερής (anisomerís) | ανισομερές (anisomerés) | ανισομερείς (anisomereís) | ανισομερείς (anisomereís) | ανισομερή (anisomerí) |