ανοδικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανοδικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανοδικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανοδικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ανοδικός you have here. The definition of the word ανοδικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανοδικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανοδικός (anodikósm (feminine ανοδική, neuter ανοδικό)

  1. rising
  2. (chemistry, physics) anodic

Declension

Declension of ανοδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοδικός (anodikós) ανοδική (anodikí) ανοδικό (anodikó) ανοδικοί (anodikoí) ανοδικές (anodikés) ανοδικά (anodiká)
genitive ανοδικού (anodikoú) ανοδικής (anodikís) ανοδικού (anodikoú) ανοδικών (anodikón) ανοδικών (anodikón) ανοδικών (anodikón)
accusative ανοδικό (anodikó) ανοδική (anodikí) ανοδικό (anodikó) ανοδικούς (anodikoús) ανοδικές (anodikés) ανοδικά (anodiká)
vocative ανοδικέ (anodiké) ανοδική (anodikí) ανοδικό (anodikó) ανοδικοί (anodikoí) ανοδικές (anodikés) ανοδικά (anodiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοδικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοδικός, etc.)