ανοδικός • (anodikós) m (feminine ανοδική, neuter ανοδικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοδικός • | ανοδική • | ανοδικό • | ανοδικοί • | ανοδικές • | ανοδικά • |
genitive | ανοδικού • | ανοδικής • | ανοδικού • | ανοδικών • | ανοδικών • | ανοδικών • |
accusative | ανοδικό • | ανοδική • | ανοδικό • | ανοδικούς • | ανοδικές • | ανοδικά • |
vocative | ανοδικέ • | ανοδική • | ανοδικό • | ανοδικοί • | ανοδικές • | ανοδικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοδικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοδικός, etc.) |