Perfect participle of ανοίγομαι (anoígomai), passive voice of ανοίγω (anoígo, “I open”).
ανοιγμένος • (anoigménos) m (feminine ανοιγμένη, neuter ανοιγμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανοιγμένος (anoigménos) | ανοιγμένη (anoigméni) | ανοιγμένο (anoigméno) | ανοιγμένοι (anoigménoi) | ανοιγμένες (anoigménes) | ανοιγμένα (anoigména) | |
genitive | ανοιγμένου (anoigménou) | ανοιγμένης (anoigménis) | ανοιγμένου (anoigménou) | ανοιγμένων (anoigménon) | ανοιγμένων (anoigménon) | ανοιγμένων (anoigménon) | |
accusative | ανοιγμένο (anoigméno) | ανοιγμένη (anoigméni) | ανοιγμένο (anoigméno) | ανοιγμένους (anoigménous) | ανοιγμένες (anoigménes) | ανοιγμένα (anoigména) | |
vocative | ανοιγμένε (anoigméne) | ανοιγμένη (anoigméni) | ανοιγμένο (anoigméno) | ανοιγμένοι (anoigménoi) | ανοιγμένες (anoigménes) | ανοιγμένα (anoigména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιγμένος, etc.)