ανοιχτομάτης • (anoichtomátis) m (feminine ανοιχτομάτα or ανοιχτομάτισσα, neuter ανοιχτομάτικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανοιχτομάτης (anoichtomátis) | ανοιχτομάτα (anoichtomáta) | ανοιχτομάτικο (anoichtomátiko) | ανοιχτομάτηδες (anoichtomátides) | ανοιχτομάτες (anoichtomátes) | ανοιχτομάτικα (anoichtomátika) | |
genitive | ανοιχτομάτη (anoichtomáti) | ανοιχτομάτας (anoichtomátas) | ανοιχτομάτικου (anoichtomátikou) | ανοιχτομάτηδων (anoichtomátidon) | — | ανοιχτομάτικων (anoichtomátikon) | |
accusative | ανοιχτομάτη (anoichtomáti) | ανοιχτομάτα (anoichtomáta) | ανοιχτομάτικο (anoichtomátiko) | ανοιχτομάτηδες (anoichtomátides) | ανοιχτομάτες (anoichtomátes) | ανοιχτομάτικα (anoichtomátika) | |
vocative | ανοιχτομάτη (anoichtomáti) | ανοιχτομάτα (anoichtomáta) | ανοιχτομάτικο (anoichtomátiko) | ανοιχτομάτηδες (anoichtomátides) | ανοιχτομάτες (anoichtomátes) | ανοιχτομάτικα (anoichtomátika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτομάτης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτομάτης, etc.)