ανοιχτομάτης

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανοιχτομάτης. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανοιχτομάτης, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανοιχτομάτης in singular and plural. Everything you need to know about the word ανοιχτομάτης you have here. The definition of the word ανοιχτομάτης will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανοιχτομάτης, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανοιχτομάτης (anoichtomátism (feminine ανοιχτομάτα or ανοιχτομάτισσα, neuter ανοιχτομάτικο)

  1. sharp-eyed
  2. (figurative) shrewd, astute
  3. (as a noun) sharp-eyed/astute person

Declension

Declension of ανοιχτομάτης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοιχτομάτης (anoichtomátis) ανοιχτομάτα (anoichtomáta) ανοιχτομάτικο (anoichtomátiko) ανοιχτομάτηδες (anoichtomátides) ανοιχτομάτες (anoichtomátes) ανοιχτομάτικα (anoichtomátika)
genitive ανοιχτομάτη (anoichtomáti) ανοιχτομάτας (anoichtomátas) ανοιχτομάτικου (anoichtomátikou) ανοιχτομάτηδων (anoichtomátidon) ανοιχτομάτικων (anoichtomátikon)
accusative ανοιχτομάτη (anoichtomáti) ανοιχτομάτα (anoichtomáta) ανοιχτομάτικο (anoichtomátiko) ανοιχτομάτηδες (anoichtomátides) ανοιχτομάτες (anoichtomátes) ανοιχτομάτικα (anoichtomátika)
vocative ανοιχτομάτη (anoichtomáti) ανοιχτομάτα (anoichtomáta) ανοιχτομάτικο (anoichtomátiko) ανοιχτομάτηδες (anoichtomátides) ανοιχτομάτες (anoichtomátes) ανοιχτομάτικα (anoichtomátika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτομάτης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτομάτης, etc.)