ανοιχτοχέρης • (anoichtochéris) m (feminine ανοιχτοχέρα, neuter ανοιχτοχέρικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοιχτοχέρης • | ανοιχτοχέρα • | ανοιχτοχέρικο • | ανοιχτοχέρηδες • | ανοιχτοχέρες • | ανοιχτοχέρικα • |
genitive | ανοιχτοχέρη • | ανοιχτοχέρας • | ανοιχτοχέρικου • | ανοιχτοχέρηδων • | — | ανοιχτοχέρικων • |
accusative | ανοιχτοχέρη • | ανοιχτοχέρα • | ανοιχτοχέρικο • | ανοιχτοχέρηδες • | ανοιχτοχέρες • | ανοιχτοχέρικα • |
vocative | ανοιχτοχέρη • | ανοιχτοχέρα • | ανοιχτοχέρικο • | ανοιχτοχέρηδες • | ανοιχτοχέρες • | ανοιχτοχέρικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτοχέρης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτοχέρης, etc.) |