ανοιχτόχρωμος • (anoichtóchromos) m (feminine ανοιχτόχρωμη, neuter ανοιχτόχρωμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανοιχτόχρωμος (anoichtóchromos) | ανοιχτόχρωμη (anoichtóchromi) | ανοιχτόχρωμο (anoichtóchromo) | ανοιχτόχρωμοι (anoichtóchromoi) | ανοιχτόχρωμες (anoichtóchromes) | ανοιχτόχρωμα (anoichtóchroma) | |
genitive | ανοιχτόχρωμου (anoichtóchromou) | ανοιχτόχρωμης (anoichtóchromis) | ανοιχτόχρωμου (anoichtóchromou) | ανοιχτόχρωμων (anoichtóchromon) | ανοιχτόχρωμων (anoichtóchromon) | ανοιχτόχρωμων (anoichtóchromon) | |
accusative | ανοιχτόχρωμο (anoichtóchromo) | ανοιχτόχρωμη (anoichtóchromi) | ανοιχτόχρωμο (anoichtóchromo) | ανοιχτόχρωμους (anoichtóchromous) | ανοιχτόχρωμες (anoichtóchromes) | ανοιχτόχρωμα (anoichtóchroma) | |
vocative | ανοιχτόχρωμε (anoichtóchrome) | ανοιχτόχρωμη (anoichtóchromi) | ανοιχτόχρωμο (anoichtóchromo) | ανοιχτόχρωμοι (anoichtóchromoi) | ανοιχτόχρωμες (anoichtóchromes) | ανοιχτόχρωμα (anoichtóchroma) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτόχρωμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτόχρωμος, etc.)