ανοξείδωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανοξείδωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανοξείδωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανοξείδωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανοξείδωτος you have here. The definition of the word ανοξείδωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανοξείδωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανοξείδωτος (anoxeídotosm (feminine ανοξείδωτη, neuter ανοξείδωτο)

  1. (metallurgy) stainless, rustless

Declension

Declension of ανοξείδωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοξείδωτος (anoxeídotos) ανοξείδωτη (anoxeídoti) ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτοι (anoxeídotoi) ανοξείδωτες (anoxeídotes) ανοξείδωτα (anoxeídota)
genitive ανοξείδωτου (anoxeídotou) ανοξείδωτης (anoxeídotis) ανοξείδωτου (anoxeídotou) ανοξείδωτων (anoxeídoton) ανοξείδωτων (anoxeídoton) ανοξείδωτων (anoxeídoton)
accusative ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτη (anoxeídoti) ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτους (anoxeídotous) ανοξείδωτες (anoxeídotes) ανοξείδωτα (anoxeídota)
vocative ανοξείδωτε (anoxeídote) ανοξείδωτη (anoxeídoti) ανοξείδωτο (anoxeídoto) ανοξείδωτοι (anoxeídotoi) ανοξείδωτες (anoxeídotes) ανοξείδωτα (anoxeídota)

Coordinate terms