ανοξείδωτος • (anoxeídotos) m (feminine ανοξείδωτη, neuter ανοξείδωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανοξείδωτος (anoxeídotos) | ανοξείδωτη (anoxeídoti) | ανοξείδωτο (anoxeídoto) | ανοξείδωτοι (anoxeídotoi) | ανοξείδωτες (anoxeídotes) | ανοξείδωτα (anoxeídota) | |
genitive | ανοξείδωτου (anoxeídotou) | ανοξείδωτης (anoxeídotis) | ανοξείδωτου (anoxeídotou) | ανοξείδωτων (anoxeídoton) | ανοξείδωτων (anoxeídoton) | ανοξείδωτων (anoxeídoton) | |
accusative | ανοξείδωτο (anoxeídoto) | ανοξείδωτη (anoxeídoti) | ανοξείδωτο (anoxeídoto) | ανοξείδωτους (anoxeídotous) | ανοξείδωτες (anoxeídotes) | ανοξείδωτα (anoxeídota) | |
vocative | ανοξείδωτε (anoxeídote) | ανοξείδωτη (anoxeídoti) | ανοξείδωτο (anoxeídoto) | ανοξείδωτοι (anoxeídotoi) | ανοξείδωτες (anoxeídotes) | ανοξείδωτα (anoxeídota) |