From Ancient Greek ἀντίστοιχος (antístoikhos, “standing opposite in rows”), from ἀντί (antí) & στοῖχος m (stoîkhos).
αντίστοιχος • (antístoichos) m (feminine αντίστοιχη, neuter αντίστοιχο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντίστοιχος (antístoichos) | αντίστοιχη (antístoichi) | αντίστοιχο (antístoicho) | αντίστοιχοι (antístoichoi) | αντίστοιχες (antístoiches) | αντίστοιχα (antístoicha) | |
genitive | αντίστοιχου (antístoichou) | αντίστοιχης (antístoichis) | αντίστοιχου (antístoichou) | αντίστοιχων (antístoichon) | αντίστοιχων (antístoichon) | αντίστοιχων (antístoichon) | |
accusative | αντίστοιχο (antístoicho) | αντίστοιχη (antístoichi) | αντίστοιχο (antístoicho) | αντίστοιχους (antístoichous) | αντίστοιχες (antístoiches) | αντίστοιχα (antístoicha) | |
vocative | αντίστοιχε (antístoiche) | αντίστοιχη (antístoichi) | αντίστοιχο (antístoicho) | αντίστοιχοι (antístoichoi) | αντίστοιχες (antístoiches) | αντίστοιχα (antístoicha) |
For stem στιχ-, στιγ- see στίχος m (stíchos, “line, verse”)