ανταποδομένος • (antapodoménos) m (feminine ανταποδομένη, neuter ανταποδομένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανταποδομένος (antapodoménos) | ανταποδομένη (antapodoméni) | ανταποδομένο (antapodoméno) | ανταποδομένοι (antapodoménoi) | ανταποδομένες (antapodoménes) | ανταποδομένα (antapodoména) | |
genitive | ανταποδομένου (antapodoménou) | ανταποδομένης (antapodoménis) | ανταποδομένου (antapodoménou) | ανταποδομένων (antapodoménon) | ανταποδομένων (antapodoménon) | ανταποδομένων (antapodoménon) | |
accusative | ανταποδομένο (antapodoméno) | ανταποδομένη (antapodoméni) | ανταποδομένο (antapodoméno) | ανταποδομένους (antapodoménous) | ανταποδομένες (antapodoménes) | ανταποδομένα (antapodoména) | |
vocative | ανταποδομένε (antapodoméne) | ανταποδομένη (antapodoméni) | ανταποδομένο (antapodoméno) | ανταποδομένοι (antapodoménoi) | ανταποδομένες (antapodoménes) | ανταποδομένα (antapodoména) |