αντεργατικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντεργατικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντεργατικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντεργατικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντεργατικός you have here. The definition of the word αντεργατικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντεργατικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

αντ- (ant-) +‎ εργατικός (ergatikós)

Adjective

αντεργατικός (antergatikósm (feminine αντεργατική, neuter αντεργατικό)

  1. anti-labour (UK), antilabor (US)
  2. anti-union

Declension

Declension of αντεργατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντεργατικός (antergatikós) αντεργατική (antergatikí) αντεργατικό (antergatikó) αντεργατικοί (antergatikoí) αντεργατικές (antergatikés) αντεργατικά (antergatiká)
genitive αντεργατικού (antergatikoú) αντεργατικής (antergatikís) αντεργατικού (antergatikoú) αντεργατικών (antergatikón) αντεργατικών (antergatikón) αντεργατικών (antergatikón)
accusative αντεργατικό (antergatikó) αντεργατική (antergatikí) αντεργατικό (antergatikó) αντεργατικούς (antergatikoús) αντεργατικές (antergatikés) αντεργατικά (antergatiká)
vocative αντεργατικέ (antergatiké) αντεργατική (antergatikí) αντεργατικό (antergatikó) αντεργατικοί (antergatikoí) αντεργατικές (antergatikés) αντεργατικά (antergatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντεργατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντεργατικός, etc.)

  • and see: έργο n (érgo, work)