αντηχητικός • (antichitikós) m (feminine αντηχητική, neuter αντηχητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντηχητικός (antichitikós) | αντηχητική (antichitikí) | αντηχητικό (antichitikó) | αντηχητικοί (antichitikoí) | αντηχητικές (antichitikés) | αντηχητικά (antichitiká) | |
genitive | αντηχητικού (antichitikoú) | αντηχητικής (antichitikís) | αντηχητικού (antichitikoú) | αντηχητικών (antichitikón) | αντηχητικών (antichitikón) | αντηχητικών (antichitikón) | |
accusative | αντηχητικό (antichitikó) | αντηχητική (antichitikí) | αντηχητικό (antichitikó) | αντηχητικούς (antichitikoús) | αντηχητικές (antichitikés) | αντηχητικά (antichitiká) | |
vocative | αντηχητικέ (antichitiké) | αντηχητική (antichitikí) | αντηχητικό (antichitikó) | αντηχητικοί (antichitikoí) | αντηχητικές (antichitikés) | αντηχητικά (antichitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντηχητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντηχητικός, etc.)