αντιαθλητικός • (antiathlitikós) m (feminine αντιαθλητική, neuter αντιαθλητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιαθλητικός • | αντιαθλητική • | αντιαθλητικό • | αντιαθλητικοί • | αντιαθλητικές • | αντιαθλητικά • |
genitive | αντιαθλητικού • | αντιαθλητικής • | αντιαθλητικού • | αντιαθλητικών • | αντιαθλητικών • | αντιαθλητικών • |
accusative | αντιαθλητικό • | αντιαθλητική • | αντιαθλητικό • | αντιαθλητικούς • | αντιαθλητικές • | αντιαθλητικά • |
vocative | αντιαθλητικέ • | αντιαθλητική • | αντιαθλητικό • | αντιαθλητικοί • | αντιαθλητικές • | αντιαθλητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαθλητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαθλητικός, etc.) |