αντι- (anti-) + αρματικός (armatikós, “armoured”)
αντιαρματικός • (antiarmatikós) m (feminine αντιαρματική, neuter αντιαρματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιαρματικός (antiarmatikós) | αντιαρματική (antiarmatikí) | αντιαρματικό (antiarmatikó) | αντιαρματικοί (antiarmatikoí) | αντιαρματικές (antiarmatikés) | αντιαρματικά (antiarmatiká) | |
genitive | αντιαρματικού (antiarmatikoú) | αντιαρματικής (antiarmatikís) | αντιαρματικού (antiarmatikoú) | αντιαρματικών (antiarmatikón) | αντιαρματικών (antiarmatikón) | αντιαρματικών (antiarmatikón) | |
accusative | αντιαρματικό (antiarmatikó) | αντιαρματική (antiarmatikí) | αντιαρματικό (antiarmatikó) | αντιαρματικούς (antiarmatikoús) | αντιαρματικές (antiarmatikés) | αντιαρματικά (antiarmatiká) | |
vocative | αντιαρματικέ (antiarmatiké) | αντιαρματική (antiarmatikí) | αντιαρματικό (antiarmatikó) | αντιαρματικοί (antiarmatikoí) | αντιαρματικές (antiarmatikés) | αντιαρματικά (antiarmatiká) |