αρματικός • (armatikós) m (feminine αρματική, neuter αρματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρματικός • | αρματική • | αρματικό • | αρματικοί • | αρματικές • | αρματικά • |
genitive | αρματικού • | αρματικής • | αρματικού • | αρματικών • | αρματικών • | αρματικών • |
accusative | αρματικό • | αρματική • | αρματικό • | αρματικούς • | αρματικές • | αρματικά • |
vocative | αρματικέ • | αρματική • | αρματικό • | αρματικοί • | αρματικές • | αρματικά • |