From αντι- (“counter-”) + βουίζω (“make noise, buzz”).[1] Also see the ancient ἀντιβοάω (antiboáō) / ἀντιβοῶ (antiboô).
αντιβουίζω • (antivouízo) (past αντιβούιξα, passive —) and a rare past αντιβούισα[2]
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | αντιβουίζω | αντιβουίξω, [αντιβουίσω]1 | ||
2 sg | αντιβουίζεις | αντιβουίξεις, αντιβουίσεις | ||
3 sg | αντιβουίζει | αντιβουίξει, αντιβουίσει | ||
1 pl | αντιβουίζουμε, [‑ομε] | αντιβουίξουμε, [‑ομε], αντιβουίσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | αντιβουίζετε | αντιβουίξετε, αντιβουίσετε | ||
3 pl | αντιβουίζουν(ε) | αντιβουίξουν(ε), αντιβουίσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | αντιβούιζα | αντιβούιξα, [αντιβούισα]1 | ||
2 sg | αντιβούιζες | αντιβούιξες, αντιβούισες | ||
3 sg | αντιβούιζε | αντιβούιξε, αντιβούισε | ||
1 pl | αντιβουίζαμε | αντιβουίξαμε, αντιβουίσαμε | ||
2 pl | αντιβουίζατε | αντιβουίξατε, αντιβουίσατε | ||
3 pl | αντιβούιζαν, αντιβουίζαν(ε) | αντιβούιξαν, αντιβουίξαν(ε), αντιβούισαν | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα αντιβουίζω ➤ | θα αντιβουίξω / αντιβουίσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντιβουίζεις, … | θα αντιβουίξεις / αντιβουίσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντιβουίξει / αντιβουίσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντιβουίξει / αντιβουίσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντιβουίξει / αντιβουίσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | αντιβούιζε | αντιβούιξε, αντιβούισε | ||
2 pl | αντιβουίζετε | αντιβουίξτε, αντιβουίστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | αντιβουίζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας αντιβουίξει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | αντιβουίξει, αντιβουίσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Forms with -σ- are extremely rare. Also see βουίζω. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||