αντιδιαβητικός • (antidiavitikós) m (feminine αντιδιαβητική, neuter αντιδιαβητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιδιαβητικός • | αντιδιαβητική • | αντιδιαβητικό • | αντιδιαβητικοί • | αντιδιαβητικές • | αντιδιαβητικά • |
genitive | αντιδιαβητικού • | αντιδιαβητικής • | αντιδιαβητικού • | αντιδιαβητικών • | αντιδιαβητικών • | αντιδιαβητικών • |
accusative | αντιδιαβητικό • | αντιδιαβητική • | αντιδιαβητικό • | αντιδιαβητικούς • | αντιδιαβητικές • | αντιδιαβητικά • |
vocative | αντιδιαβητικέ • | αντιδιαβητική • | αντιδιαβητικό • | αντιδιαβητικοί • | αντιδιαβητικές • | αντιδιαβητικά • |