αντιδιαβητικός • (antidiavitikós) m (feminine αντιδιαβητική, neuter αντιδιαβητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιδιαβητικός (antidiavitikós) | αντιδιαβητική (antidiavitikí) | αντιδιαβητικό (antidiavitikó) | αντιδιαβητικοί (antidiavitikoí) | αντιδιαβητικές (antidiavitikés) | αντιδιαβητικά (antidiavitiká) | |
genitive | αντιδιαβητικού (antidiavitikoú) | αντιδιαβητικής (antidiavitikís) | αντιδιαβητικού (antidiavitikoú) | αντιδιαβητικών (antidiavitikón) | αντιδιαβητικών (antidiavitikón) | αντιδιαβητικών (antidiavitikón) | |
accusative | αντιδιαβητικό (antidiavitikó) | αντιδιαβητική (antidiavitikí) | αντιδιαβητικό (antidiavitikó) | αντιδιαβητικούς (antidiavitikoús) | αντιδιαβητικές (antidiavitikés) | αντιδιαβητικά (antidiavitiká) | |
vocative | αντιδιαβητικέ (antidiavitiké) | αντιδιαβητική (antidiavitikí) | αντιδιαβητικό (antidiavitikó) | αντιδιαβητικοί (antidiavitikoí) | αντιδιαβητικές (antidiavitikés) | αντιδιαβητικά (antidiavitiká) |