αντιεπιστημονικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιεπιστημονικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιεπιστημονικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιεπιστημονικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιεπιστημονικός you have here. The definition of the word αντιεπιστημονικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιεπιστημονικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντιεπιστημονικός (antiepistimonikósm (feminine αντιεπιστημονική, neuter αντιεπιστημονικό)

  1. unscientific
    Synonym: αντεπιστημονικός (antepistimonikós)

Declension

Declension of αντιεπιστημονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιεπιστημονικός (antiepistimonikós) αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονικοί (antiepistimonikoí) αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká)
genitive αντιεπιστημονικού (antiepistimonikoú) αντιεπιστημονικής (antiepistimonikís) αντιεπιστημονικού (antiepistimonikoú) αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón) αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón) αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón)
accusative αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονικούς (antiepistimonikoús) αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká)
vocative αντιεπιστημονικέ (antiepistimoniké) αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) αντιεπιστημονικοί (antiepistimonikoí) αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεπιστημονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεπιστημονικός, etc.)