αντιεπιστημονικός • (antiepistimonikós) m (feminine αντιεπιστημονική, neuter αντιεπιστημονικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιεπιστημονικός (antiepistimonikós) | αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) | αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) | αντιεπιστημονικοί (antiepistimonikoí) | αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) | αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká) | |
genitive | αντιεπιστημονικού (antiepistimonikoú) | αντιεπιστημονικής (antiepistimonikís) | αντιεπιστημονικού (antiepistimonikoú) | αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón) | αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón) | αντιεπιστημονικών (antiepistimonikón) | |
accusative | αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) | αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) | αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) | αντιεπιστημονικούς (antiepistimonikoús) | αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) | αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká) | |
vocative | αντιεπιστημονικέ (antiepistimoniké) | αντιεπιστημονική (antiepistimonikí) | αντιεπιστημονικό (antiepistimonikó) | αντιεπιστημονικοί (antiepistimonikoí) | αντιεπιστημονικές (antiepistimonikés) | αντιεπιστημονικά (antiepistimoniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιεπιστημονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιεπιστημονικός, etc.)