αντικοινωνικός • (antikoinonikós) m (feminine αντικοινωνική, neuter αντικοινωνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικοινωνικός (antikoinonikós) | αντικοινωνική (antikoinonikí) | αντικοινωνικό (antikoinonikó) | αντικοινωνικοί (antikoinonikoí) | αντικοινωνικές (antikoinonikés) | αντικοινωνικά (antikoinoniká) | |
genitive | αντικοινωνικού (antikoinonikoú) | αντικοινωνικής (antikoinonikís) | αντικοινωνικού (antikoinonikoú) | αντικοινωνικών (antikoinonikón) | αντικοινωνικών (antikoinonikón) | αντικοινωνικών (antikoinonikón) | |
accusative | αντικοινωνικό (antikoinonikó) | αντικοινωνική (antikoinonikí) | αντικοινωνικό (antikoinonikó) | αντικοινωνικούς (antikoinonikoús) | αντικοινωνικές (antikoinonikés) | αντικοινωνικά (antikoinoniká) | |
vocative | αντικοινωνικέ (antikoinoniké) | αντικοινωνική (antikoinonikí) | αντικοινωνικό (antikoinonikó) | αντικοινωνικοί (antikoinonikoí) | αντικοινωνικές (antikoinonikés) | αντικοινωνικά (antikoinoniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικοινωνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικοινωνικός, etc.)