αντικολλητικός • (antikollitikós) m (feminine αντικολλητική, neuter αντικολλητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικολλητικός • | αντικολλητική • | αντικολλητικό • | αντικολλητικοί • | αντικολλητικές • | αντικολλητικά • |
genitive | αντικολλητικού • | αντικολλητικής • | αντικολλητικού • | αντικολλητικών • | αντικολλητικών • | αντικολλητικών • |
accusative | αντικολλητικό • | αντικολλητική • | αντικολλητικό • | αντικολλητικούς • | αντικολλητικές • | αντικολλητικά • |
vocative | αντικολλητικέ • | αντικολλητική • | αντικολλητικό • | αντικολλητικοί • | αντικολλητικές • | αντικολλητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικολλητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικολλητικός, etc.) |