Perfect participle of αντικρίζομαι (antikrízomai), passive voice of αντικρίζω (antikrízo)
αντικρισμένος • (antikrisménos) m (feminine αντικρισμένη, neuter αντικρισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντικρισμένος (antikrisménos) | αντικρισμένη (antikrisméni) | αντικρισμένο (antikrisméno) | αντικρισμένοι (antikrisménoi) | αντικρισμένες (antikrisménes) | αντικρισμένα (antikrisména) | |
genitive | αντικρισμένου (antikrisménou) | αντικρισμένης (antikrisménis) | αντικρισμένου (antikrisménou) | αντικρισμένων (antikrisménon) | αντικρισμένων (antikrisménon) | αντικρισμένων (antikrisménon) | |
accusative | αντικρισμένο (antikrisméno) | αντικρισμένη (antikrisméni) | αντικρισμένο (antikrisméno) | αντικρισμένους (antikrisménous) | αντικρισμένες (antikrisménes) | αντικρισμένα (antikrisména) | |
vocative | αντικρισμένε (antikrisméne) | αντικρισμένη (antikrisméni) | αντικρισμένο (antikrisméno) | αντικρισμένοι (antikrisménoi) | αντικρισμένες (antikrisménes) | αντικρισμένα (antikrisména) |