αντιμαγνητικός • (antimagnitikós) m (feminine αντιμαγνητική, neuter αντιμαγνητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιμαγνητικός (antimagnitikós) | αντιμαγνητική (antimagnitikí) | αντιμαγνητικό (antimagnitikó) | αντιμαγνητικοί (antimagnitikoí) | αντιμαγνητικές (antimagnitikés) | αντιμαγνητικά (antimagnitiká) | |
genitive | αντιμαγνητικού (antimagnitikoú) | αντιμαγνητικής (antimagnitikís) | αντιμαγνητικού (antimagnitikoú) | αντιμαγνητικών (antimagnitikón) | αντιμαγνητικών (antimagnitikón) | αντιμαγνητικών (antimagnitikón) | |
accusative | αντιμαγνητικό (antimagnitikó) | αντιμαγνητική (antimagnitikí) | αντιμαγνητικό (antimagnitikó) | αντιμαγνητικούς (antimagnitikoús) | αντιμαγνητικές (antimagnitikés) | αντιμαγνητικά (antimagnitiká) | |
vocative | αντιμαγνητικέ (antimagnitiké) | αντιμαγνητική (antimagnitikí) | αντιμαγνητικό (antimagnitikó) | αντιμαγνητικοί (antimagnitikoí) | αντιμαγνητικές (antimagnitikés) | αντιμαγνητικά (antimagnitiká) |