μαγνητικός • (magnitikós) m (feminine μαγνητική, neuter μαγνητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαγνητικός • | μαγνητική • | μαγνητικό • | μαγνητικοί • | μαγνητικές • | μαγνητικά • |
genitive | μαγνητικού • | μαγνητικής • | μαγνητικού • | μαγνητικών • | μαγνητικών • | μαγνητικών • |
accusative | μαγνητικό • | μαγνητική • | μαγνητικό • | μαγνητικούς • | μαγνητικές • | μαγνητικά • |
vocative | μαγνητικέ • | μαγνητική • | μαγνητικό • | μαγνητικοί • | μαγνητικές • | μαγνητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαγνητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαγνητικός, etc.) |