αντιμιλιταριστικός • (antimilitaristikós) m (feminine αντιμιλιταριστική, neuter αντιμιλιταριστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιμιλιταριστικός (antimilitaristikós) | αντιμιλιταριστική (antimilitaristikí) | αντιμιλιταριστικό (antimilitaristikó) | αντιμιλιταριστικοί (antimilitaristikoí) | αντιμιλιταριστικές (antimilitaristikés) | αντιμιλιταριστικά (antimilitaristiká) | |
genitive | αντιμιλιταριστικού (antimilitaristikoú) | αντιμιλιταριστικής (antimilitaristikís) | αντιμιλιταριστικού (antimilitaristikoú) | αντιμιλιταριστικών (antimilitaristikón) | αντιμιλιταριστικών (antimilitaristikón) | αντιμιλιταριστικών (antimilitaristikón) | |
accusative | αντιμιλιταριστικό (antimilitaristikó) | αντιμιλιταριστική (antimilitaristikí) | αντιμιλιταριστικό (antimilitaristikó) | αντιμιλιταριστικούς (antimilitaristikoús) | αντιμιλιταριστικές (antimilitaristikés) | αντιμιλιταριστικά (antimilitaristiká) | |
vocative | αντιμιλιταριστικέ (antimilitaristiké) | αντιμιλιταριστική (antimilitaristikí) | αντιμιλιταριστικό (antimilitaristikó) | αντιμιλιταριστικοί (antimilitaristikoí) | αντιμιλιταριστικές (antimilitaristikés) | αντιμιλιταριστικά (antimilitaristiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιμιλιταριστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιμιλιταριστικός, etc.)