αντιμοναρχική • (antimonarchikí) f (plural αντιμοναρχικές, masculine αντιμοναρχικός)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιμοναρχική (antimonarchikí) | αντιμοναρχικές (antimonarchikés) |
genitive | αντιμοναρχικής (antimonarchikís) | αντιμοναρχικών (antimonarchikón) |
accusative | αντιμοναρχική (antimonarchikí) | αντιμοναρχικές (antimonarchikés) |
vocative | αντιμοναρχική (antimonarchikí) | αντιμοναρχικές (antimonarchikés) |