αντιμοναρχικός • (antimonarchikós) m (feminine αντιμοναρχική, neuter αντιμοναρχικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιμοναρχικός (antimonarchikós) | αντιμοναρχική (antimonarchikí) | αντιμοναρχικό (antimonarchikó) | αντιμοναρχικοί (antimonarchikoí) | αντιμοναρχικές (antimonarchikés) | αντιμοναρχικά (antimonarchiká) | |
genitive | αντιμοναρχικού (antimonarchikoú) | αντιμοναρχικής (antimonarchikís) | αντιμοναρχικού (antimonarchikoú) | αντιμοναρχικών (antimonarchikón) | αντιμοναρχικών (antimonarchikón) | αντιμοναρχικών (antimonarchikón) | |
accusative | αντιμοναρχικό (antimonarchikó) | αντιμοναρχική (antimonarchikí) | αντιμοναρχικό (antimonarchikó) | αντιμοναρχικούς (antimonarchikoús) | αντιμοναρχικές (antimonarchikés) | αντιμοναρχικά (antimonarchiká) | |
vocative | αντιμοναρχικέ (antimonarchiké) | αντιμοναρχική (antimonarchikí) | αντιμοναρχικό (antimonarchikó) | αντιμοναρχικοί (antimonarchikoí) | αντιμοναρχικές (antimonarchikés) | αντιμοναρχικά (antimonarchiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιμοναρχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιμοναρχικός, etc.)
αντιμοναρχικός • (antimonarchikós) m (plural αντιμοναρχικοί, feminine αντιμοναρχική)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιμοναρχικός (antimonarchikós) | αντιμοναρχικοί (antimonarchikoí) |
genitive | αντιμοναρχικού (antimonarchikoú) | αντιμοναρχικών (antimonarchikón) |
accusative | αντιμοναρχικό (antimonarchikó) | αντιμοναρχικούς (antimonarchikoús) |
vocative | αντιμοναρχικέ (antimonarchiké) | αντιμοναρχικοί (antimonarchikoí) |