αντιπαθητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιπαθητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιπαθητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιπαθητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιπαθητικός you have here. The definition of the word αντιπαθητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιπαθητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντιπαθητικός (antipathitikósm (feminine αντιπαθητική, neuter αντιπαθητικό)

  1. unpleasant
  2. disagreeable
    Synonym: αντιπαθής (antipathís)

Declension

Declension of αντιπαθητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπαθητικός (antipathitikós) αντιπαθητική (antipathitikí) αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητικοί (antipathitikoí) αντιπαθητικές (antipathitikés) αντιπαθητικά (antipathitiká)
genitive αντιπαθητικού (antipathitikoú) αντιπαθητικής (antipathitikís) αντιπαθητικού (antipathitikoú) αντιπαθητικών (antipathitikón) αντιπαθητικών (antipathitikón) αντιπαθητικών (antipathitikón)
accusative αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητική (antipathitikí) αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητικούς (antipathitikoús) αντιπαθητικές (antipathitikés) αντιπαθητικά (antipathitiká)
vocative αντιπαθητικέ (antipathitiké) αντιπαθητική (antipathitikí) αντιπαθητικό (antipathitikó) αντιπαθητικοί (antipathitikoí) αντιπαθητικές (antipathitikés) αντιπαθητικά (antipathitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαθητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαθητικός, etc.)