αντιπαρασιτικός • (antiparasitikós) m (feminine αντιπαρασιτική, neuter αντιπαρασιτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπαρασιτικός (antiparasitikós) | αντιπαρασιτική (antiparasitikí) | αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) | αντιπαρασιτικοί (antiparasitikoí) | αντιπαρασιτικές (antiparasitikés) | αντιπαρασιτικά (antiparasitiká) | |
genitive | αντιπαρασιτικού (antiparasitikoú) | αντιπαρασιτικής (antiparasitikís) | αντιπαρασιτικού (antiparasitikoú) | αντιπαρασιτικών (antiparasitikón) | αντιπαρασιτικών (antiparasitikón) | αντιπαρασιτικών (antiparasitikón) | |
accusative | αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) | αντιπαρασιτική (antiparasitikí) | αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) | αντιπαρασιτικούς (antiparasitikoús) | αντιπαρασιτικές (antiparasitikés) | αντιπαρασιτικά (antiparasitiká) | |
vocative | αντιπαρασιτικέ (antiparasitiké) | αντιπαρασιτική (antiparasitikí) | αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) | αντιπαρασιτικοί (antiparasitikoí) | αντιπαρασιτικές (antiparasitikés) | αντιπαρασιτικά (antiparasitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαρασιτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαρασιτικός, etc.)