αντι- (anti-, “anti-, un-”) + ποίηση (poíisi, “poetry”) + -ικός (-ikós, “-ic”), calque of German unpoetisch. First attested 1892.
αντιποιητικός • (antipoiitikós) m (feminine αντιποιητική, neuter αντιποιητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιποιητικός (antipoiitikós) | αντιποιητική (antipoiitikí) | αντιποιητικό (antipoiitikó) | αντιποιητικοί (antipoiitikoí) | αντιποιητικές (antipoiitikés) | αντιποιητικά (antipoiitiká) | |
genitive | αντιποιητικού (antipoiitikoú) | αντιποιητικής (antipoiitikís) | αντιποιητικού (antipoiitikoú) | αντιποιητικών (antipoiitikón) | αντιποιητικών (antipoiitikón) | αντιποιητικών (antipoiitikón) | |
accusative | αντιποιητικό (antipoiitikó) | αντιποιητική (antipoiitikí) | αντιποιητικό (antipoiitikó) | αντιποιητικούς (antipoiitikoús) | αντιποιητικές (antipoiitikés) | αντιποιητικά (antipoiitiká) | |
vocative | αντιποιητικέ (antipoiitiké) | αντιποιητική (antipoiitikí) | αντιποιητικό (antipoiitikó) | αντιποιητικοί (antipoiitikoí) | αντιποιητικές (antipoiitikés) | αντιποιητικά (antipoiitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιποιητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιποιητικός, etc.)