αντιποιητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιποιητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιποιητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιποιητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιποιητικός you have here. The definition of the word αντιποιητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιποιητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

αντι- (anti-, anti-, un-) +‎ ποίηση (poíisi, poetry) +‎ -ικός (-ikós, -ic), calque of German unpoetisch. First attested 1892.

Pronunciation

  • IPA(key): /an.di.pi.i.tiˈkos/
  • Hyphenation: α‧ντι‧ποι‧η‧τι‧κός

Adjective

αντιποιητικός (antipoiitikósm (feminine αντιποιητική, neuter αντιποιητικό)

  1. unpoetic, unpoetical
    Antonym: ποιητικός (poiitikós)
  2. prosaic
    Antonym: ποιητικός (poiitikós)

Declension

Declension of αντιποιητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιποιητικός (antipoiitikós) αντιποιητική (antipoiitikí) αντιποιητικό (antipoiitikó) αντιποιητικοί (antipoiitikoí) αντιποιητικές (antipoiitikés) αντιποιητικά (antipoiitiká)
genitive αντιποιητικού (antipoiitikoú) αντιποιητικής (antipoiitikís) αντιποιητικού (antipoiitikoú) αντιποιητικών (antipoiitikón) αντιποιητικών (antipoiitikón) αντιποιητικών (antipoiitikón)
accusative αντιποιητικό (antipoiitikó) αντιποιητική (antipoiitikí) αντιποιητικό (antipoiitikó) αντιποιητικούς (antipoiitikoús) αντιποιητικές (antipoiitikés) αντιποιητικά (antipoiitiká)
vocative αντιποιητικέ (antipoiitiké) αντιποιητική (antipoiitikí) αντιποιητικό (antipoiitikó) αντιποιητικοί (antipoiitikoí) αντιποιητικές (antipoiitikés) αντιποιητικά (antipoiitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιποιητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιποιητικός, etc.)