αντιπροσωπευτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντιπροσωπευτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντιπροσωπευτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντιπροσωπευτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντιπροσωπευτικός you have here. The definition of the word αντιπροσωπευτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντιπροσωπευτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντιπροσωπευτικός (antiprosopeftikósm (feminine αντιπροσωπευτική, neuter αντιπροσωπευτικό)

  1. representative
    Το δείγμα χωρίζεται σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες βάρους περίπου εκατό γραμμαρίων η καθεμία.
    To deígma chorízetai se antiprosopeftikés posótites várous perípou ekató grammaríon i kathemía.
    The sample is divided into representative portions of approximately a hundred grams each.

Declension

Declension of αντιπροσωπευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροσωπευτικός (antiprosopeftikós) αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτικοί (antiprosopeftikoí) αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká)
genitive αντιπροσωπευτικού (antiprosopeftikoú) αντιπροσωπευτικής (antiprosopeftikís) αντιπροσωπευτικού (antiprosopeftikoú) αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón) αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón) αντιπροσωπευτικών (antiprosopeftikón)
accusative αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτικούς (antiprosopeftikoús) αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká)
vocative αντιπροσωπευτικέ (antiprosopeftiké) αντιπροσωπευτική (antiprosopeftikí) αντιπροσωπευτικό (antiprosopeftikó) αντιπροσωπευτικοί (antiprosopeftikoí) αντιπροσωπευτικές (antiprosopeftikés) αντιπροσωπευτικά (antiprosopeftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπροσωπευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπροσωπευτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροσωπευτικότερος (antiprosopeftikóteros) αντιπροσωπευτικότερη (antiprosopeftikóteri) αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότεροι (antiprosopeftikóteroi) αντιπροσωπευτικότερες (antiprosopeftikóteres) αντιπροσωπευτικότερα (antiprosopeftikótera)
genitive αντιπροσωπευτικότερου (antiprosopeftikóterou) αντιπροσωπευτικότερης (antiprosopeftikóteris) αντιπροσωπευτικότερου (antiprosopeftikóterou) αντιπροσωπευτικότερων (antiprosopeftikóteron) αντιπροσωπευτικότερων (antiprosopeftikóteron) αντιπροσωπευτικότερων (antiprosopeftikóteron)
accusative αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότερη (antiprosopeftikóteri) αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότερους (antiprosopeftikóterous) αντιπροσωπευτικότερες (antiprosopeftikóteres) αντιπροσωπευτικότερα (antiprosopeftikótera)
vocative αντιπροσωπευτικότερε (antiprosopeftikótere) αντιπροσωπευτικότερη (antiprosopeftikóteri) αντιπροσωπευτικότερο (antiprosopeftikótero) αντιπροσωπευτικότεροι (antiprosopeftikóteroi) αντιπροσωπευτικότερες (antiprosopeftikóteres) αντιπροσωπευτικότερα (antiprosopeftikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αντιπροσωπευτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπροσωπευτικότατος (antiprosopeftikótatos) αντιπροσωπευτικότατη (antiprosopeftikótati) αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατοι (antiprosopeftikótatoi) αντιπροσωπευτικότατες (antiprosopeftikótates) αντιπροσωπευτικότατα (antiprosopeftikótata)
genitive αντιπροσωπευτικότατου (antiprosopeftikótatou) αντιπροσωπευτικότατης (antiprosopeftikótatis) αντιπροσωπευτικότατου (antiprosopeftikótatou) αντιπροσωπευτικότατων (antiprosopeftikótaton) αντιπροσωπευτικότατων (antiprosopeftikótaton) αντιπροσωπευτικότατων (antiprosopeftikótaton)
accusative αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατη (antiprosopeftikótati) αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατους (antiprosopeftikótatous) αντιπροσωπευτικότατες (antiprosopeftikótates) αντιπροσωπευτικότατα (antiprosopeftikótata)
vocative αντιπροσωπευτικότατε (antiprosopeftikótate) αντιπροσωπευτικότατη (antiprosopeftikótati) αντιπροσωπευτικότατο (antiprosopeftikótato) αντιπροσωπευτικότατοι (antiprosopeftikótatoi) αντιπροσωπευτικότατες (antiprosopeftikótates) αντιπροσωπευτικότατα (antiprosopeftikótata)