αντιπυρηνικός • (antipyrinikós) m (feminine αντιπυρηνική, neuter αντιπυρηνικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπυρηνικός (antipyrinikós) | αντιπυρηνική (antipyrinikí) | αντιπυρηνικό (antipyrinikó) | αντιπυρηνικοί (antipyrinikoí) | αντιπυρηνικές (antipyrinikés) | αντιπυρηνικά (antipyriniká) | |
genitive | αντιπυρηνικού (antipyrinikoú) | αντιπυρηνικής (antipyrinikís) | αντιπυρηνικού (antipyrinikoú) | αντιπυρηνικών (antipyrinikón) | αντιπυρηνικών (antipyrinikón) | αντιπυρηνικών (antipyrinikón) | |
accusative | αντιπυρηνικό (antipyrinikó) | αντιπυρηνική (antipyrinikí) | αντιπυρηνικό (antipyrinikó) | αντιπυρηνικούς (antipyrinikoús) | αντιπυρηνικές (antipyrinikés) | αντιπυρηνικά (antipyriniká) | |
vocative | αντιπυρηνικέ (antipyriniké) | αντιπυρηνική (antipyrinikí) | αντιπυρηνικό (antipyrinikó) | αντιπυρηνικοί (antipyrinikoí) | αντιπυρηνικές (antipyrinikés) | αντιπυρηνικά (antipyriniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπυρηνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπυρηνικός, etc.)