αντισηπτικός • (antisiptikós) m (feminine αντισηπτική, neuter αντισηπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντισηπτικός (antisiptikós) | αντισηπτική (antisiptikí) | αντισηπτικό (antisiptikó) | αντισηπτικοί (antisiptikoí) | αντισηπτικές (antisiptikés) | αντισηπτικά (antisiptiká) | |
genitive | αντισηπτικού (antisiptikoú) | αντισηπτικής (antisiptikís) | αντισηπτικού (antisiptikoú) | αντισηπτικών (antisiptikón) | αντισηπτικών (antisiptikón) | αντισηπτικών (antisiptikón) | |
accusative | αντισηπτικό (antisiptikó) | αντισηπτική (antisiptikí) | αντισηπτικό (antisiptikó) | αντισηπτικούς (antisiptikoús) | αντισηπτικές (antisiptikés) | αντισηπτικά (antisiptiká) | |
vocative | αντισηπτικέ (antisiptiké) | αντισηπτική (antisiptikí) | αντισηπτικό (antisiptikó) | αντισηπτικοί (antisiptikoí) | αντισηπτικές (antisiptikés) | αντισηπτικά (antisiptiká) |