αντισηπτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντισηπτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντισηπτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντισηπτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντισηπτικός you have here. The definition of the word αντισηπτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντισηπτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντισηπτικός (antisiptikósm (feminine αντισηπτική, neuter αντισηπτικό)

  1. (medicine) antiseptic

Declension

Declension of αντισηπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισηπτικός (antisiptikós) αντισηπτική (antisiptikí) αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικοί (antisiptikoí) αντισηπτικές (antisiptikés) αντισηπτικά (antisiptiká)
genitive αντισηπτικού (antisiptikoú) αντισηπτικής (antisiptikís) αντισηπτικού (antisiptikoú) αντισηπτικών (antisiptikón) αντισηπτικών (antisiptikón) αντισηπτικών (antisiptikón)
accusative αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτική (antisiptikí) αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικούς (antisiptikoús) αντισηπτικές (antisiptikés) αντισηπτικά (antisiptiká)
vocative αντισηπτικέ (antisiptiké) αντισηπτική (antisiptikí) αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικοί (antisiptikoí) αντισηπτικές (antisiptikés) αντισηπτικά (antisiptiká)