αντισηπτικοί • (antisiptikoí) nominative/vocative masculine plural of αντισηπτικός (antisiptikós)...
αντισηπτικός (antisiptikós) αντισηπτική (antisiptikí) αντισηπτικό (antisiptikó) αντισηπτικοί (antisiptikoí) αντισηπτικές (antisiptikés) αντισηπτικά (antisiptiká)...