αντιστάθμιση • (antistáthmisi) f (plural αντισταθμίσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιστάθμιση (antistáthmisi) | αντισταθμίσεις (antistathmíseis) |
genitive | αντιστάθμισης (antistáthmisis) | αντισταθμίσεων (antistathmíseon) |
accusative | αντιστάθμιση (antistáthmisi) | αντισταθμίσεις (antistathmíseis) |
vocative | αντιστάθμιση (antistáthmisi) | αντισταθμίσεις (antistathmíseis) |
Older or formal genitive singular: αντισταθμίσεως (antistathmíseos)