Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αντισταθμίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αντισταθμίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αντισταθμίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αντισταθμίζω you have here. The definition of the word
αντισταθμίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αντισταθμίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Verb
αντισταθμίζω • (antistathmízo) (past αντιστάθμισα, passive αντισταθμίζομαι)
- to counterbalance, make to balance
- (finance) to make to balance (a budget or balance sheet)
Conjugation
αντισταθμίζω αντισταθμίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αντισταθμίζω
|
αντισταθμίσω
|
αντισταθμίζομαι
|
αντισταθμιστώ
|
2 sg
|
αντισταθμίζεις
|
αντισταθμίσεις
|
αντισταθμίζεσαι
|
αντισταθμιστείς
|
3 sg
|
αντισταθμίζει
|
αντισταθμίσει
|
αντισταθμίζεται
|
αντισταθμιστεί
|
|
1 pl
|
αντισταθμίζουμε, [‑ομε]
|
αντισταθμίσουμε, [‑ομε]
|
αντισταθμιζόμαστε
|
αντισταθμιστούμε
|
2 pl
|
αντισταθμίζετε
|
αντισταθμίσετε
|
αντισταθμίζεστε, αντισταθμιζόσαστε
|
αντισταθμιστείτε
|
3 pl
|
αντισταθμίζουν(ε)
|
αντισταθμίσουν(ε)
|
αντισταθμίζονται
|
αντισταθμιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αντιστάθμιζα
|
αντιστάθμισα
|
αντισταθμιζόμουν(α)
|
αντισταθμίστηκα
|
2 sg
|
αντιστάθμιζες
|
αντιστάθμισες
|
αντισταθμιζόσουν(α)
|
αντισταθμίστηκες
|
3 sg
|
αντιστάθμιζε
|
αντιστάθμισε
|
αντισταθμιζόταν(ε)
|
αντισταθμίστηκε
|
|
1 pl
|
αντισταθμίζαμε
|
αντισταθμίσαμε
|
αντισταθμιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
αντισταθμιστήκαμε
|
2 pl
|
αντισταθμίζατε
|
αντισταθμίσατε
|
αντισταθμιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
αντισταθμιστήκατε
|
3 pl
|
αντιστάθμιζαν, αντισταθμίζαν(ε)
|
αντιστάθμισαν, αντισταθμίσαν(ε)
|
αντισταθμίζονταν, (αντισταθμιζόντουσαν)
|
αντισταθμίστηκαν, αντισταθμιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αντισταθμίζω ➤
|
θα αντισταθμίσω ➤
|
θα αντισταθμίζομαι ➤
|
θα αντισταθμιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αντισταθμίζεις, …
|
θα αντισταθμίσεις, …
|
θα αντισταθμίζεσαι, …
|
θα αντισταθμιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αντισταθμίσει έχω, έχεις, … αντισταθμισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αντισταθμιστεί είμαι, είσαι, … αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αντισταθμίσει είχα, είχες, … αντισταθμισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αντισταθμιστεί ήμουν, ήσουν, … αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμίσει θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αντισταθμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αντιστάθμιζε
|
αντιστάθμισε
|
—
|
αντισταθμίσου
|
2 pl
|
αντισταθμίζετε
|
αντισταθμίστε
|
αντισταθμίζεστε
|
αντισταθμιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αντισταθμίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αντισταθμίσει ➤
|
αντισταθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αντισταθμίσει
|
αντισταθμιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|