αντισταθμιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντισταθμιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντισταθμιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντισταθμιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντισταθμιστικός you have here. The definition of the word αντισταθμιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντισταθμιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντισταθμιστικός (antistathmistikósm (feminine αντισταθμιστική, neuter αντισταθμιστικό)

  1. compensating, compensatory, counterbalancing, countervailing

Declension

Declension of αντισταθμιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισταθμιστικός (antistathmistikós) αντισταθμιστική (antistathmistikí) αντισταθμιστικό (antistathmistikó) αντισταθμιστικοί (antistathmistikoí) αντισταθμιστικές (antistathmistikés) αντισταθμιστικά (antistathmistiká)
genitive αντισταθμιστικού (antistathmistikoú) αντισταθμιστικής (antistathmistikís) αντισταθμιστικού (antistathmistikoú) αντισταθμιστικών (antistathmistikón) αντισταθμιστικών (antistathmistikón) αντισταθμιστικών (antistathmistikón)
accusative αντισταθμιστικό (antistathmistikó) αντισταθμιστική (antistathmistikí) αντισταθμιστικό (antistathmistikó) αντισταθμιστικούς (antistathmistikoús) αντισταθμιστικές (antistathmistikés) αντισταθμιστικά (antistathmistiká)
vocative αντισταθμιστικέ (antistathmistiké) αντισταθμιστική (antistathmistikí) αντισταθμιστικό (antistathmistikó) αντισταθμιστικοί (antistathmistikoí) αντισταθμιστικές (antistathmistikés) αντισταθμιστικά (antistathmistiká)