αντιτετανικός • (antitetanikós) m (feminine αντιτετανικη, neuter αντιτετανικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιτετανικός • | αντιτετανική • | αντιτετανικό • | αντιτετανικοί • | αντιτετανικές • | αντιτετανικά • |
genitive | αντιτετανικού • | αντιτετανικής • | αντιτετανικού • | αντιτετανικών • | αντιτετανικών • | αντιτετανικών • |
accusative | αντιτετανικό • | αντιτετανική • | αντιτετανικό • | αντιτετανικούς • | αντιτετανικές • | αντιτετανικά • |
vocative | αντιτετανικέ • | αντιτετανική • | αντιτετανικό • | αντιτετανικοί • | αντιτετανικές • | αντιτετανικά • |