αντιφεμινιστικός • (antifeministikós) m (feminine αντιφεμινιστική, neuter αντιφεμινιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιφεμινιστικός (antifeministikós) | αντιφεμινιστική (antifeministikí) | αντιφεμινιστικό (antifeministikó) | αντιφεμινιστικοί (antifeministikoí) | αντιφεμινιστικές (antifeministikés) | αντιφεμινιστικά (antifeministiká) | |
genitive | αντιφεμινιστικού (antifeministikoú) | αντιφεμινιστικής (antifeministikís) | αντιφεμινιστικού (antifeministikoú) | αντιφεμινιστικών (antifeministikón) | αντιφεμινιστικών (antifeministikón) | αντιφεμινιστικών (antifeministikón) | |
accusative | αντιφεμινιστικό (antifeministikó) | αντιφεμινιστική (antifeministikí) | αντιφεμινιστικό (antifeministikó) | αντιφεμινιστικούς (antifeministikoús) | αντιφεμινιστικές (antifeministikés) | αντιφεμινιστικά (antifeministiká) | |
vocative | αντιφεμινιστικέ (antifeministiké) | αντιφεμινιστική (antifeministikí) | αντιφεμινιστικό (antifeministikó) | αντιφεμινιστικοί (antifeministikoí) | αντιφεμινιστικές (antifeministikés) | αντιφεμινιστικά (antifeministiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιφεμινιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιφεμινιστικός, etc.)