αντιψυκτικός • (antipsyktikós) m (feminine αντιψυκτική, neuter αντιψυκτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιψυκτικός (antipsyktikós) | αντιψυκτική (antipsyktikí) | αντιψυκτικό (antipsyktikó) | αντιψυκτικοί (antipsyktikoí) | αντιψυκτικές (antipsyktikés) | αντιψυκτικά (antipsyktiká) | |
genitive | αντιψυκτικού (antipsyktikoú) | αντιψυκτικής (antipsyktikís) | αντιψυκτικού (antipsyktikoú) | αντιψυκτικών (antipsyktikón) | αντιψυκτικών (antipsyktikón) | αντιψυκτικών (antipsyktikón) | |
accusative | αντιψυκτικό (antipsyktikó) | αντιψυκτική (antipsyktikí) | αντιψυκτικό (antipsyktikó) | αντιψυκτικούς (antipsyktikoús) | αντιψυκτικές (antipsyktikés) | αντιψυκτικά (antipsyktiká) | |
vocative | αντιψυκτικέ (antipsyktiké) | αντιψυκτική (antipsyktikí) | αντιψυκτικό (antipsyktikó) | αντιψυκτικοί (antipsyktikoí) | αντιψυκτικές (antipsyktikés) | αντιψυκτικά (antipsyktiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιψυκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιψυκτικός, etc.)