ανυπεράσπιστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ανυπεράσπιστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ανυπεράσπιστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ανυπεράσπιστος in singular and plural. Everything you need to know about the word ανυπεράσπιστος you have here. The definition of the word ανυπεράσπιστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofανυπεράσπιστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ανυπεράσπιστος (anyperáspistosm (feminine ανυπεράσπιστη, neuter ανυπεράσπιστο)

  1. defenceless (UK), defenseless (US)
  2. unprotected

Declension

Declension of ανυπεράσπιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυπεράσπιστος (anyperáspistos) ανυπεράσπιστη (anyperáspisti) ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) ανυπεράσπιστοι (anyperáspistoi) ανυπεράσπιστες (anyperáspistes) ανυπεράσπιστα (anyperáspista)
genitive ανυπεράσπιστου (anyperáspistou) ανυπεράσπιστης (anyperáspistis) ανυπεράσπιστου (anyperáspistou) ανυπεράσπιστων (anyperáspiston) ανυπεράσπιστων (anyperáspiston) ανυπεράσπιστων (anyperáspiston)
accusative ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) ανυπεράσπιστη (anyperáspisti) ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) ανυπεράσπιστους (anyperáspistous) ανυπεράσπιστες (anyperáspistes) ανυπεράσπιστα (anyperáspista)
vocative ανυπεράσπιστε (anyperáspiste) ανυπεράσπιστη (anyperáspisti) ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) ανυπεράσπιστοι (anyperáspistoi) ανυπεράσπιστες (anyperáspistes) ανυπεράσπιστα (anyperáspista)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπεράσπιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπεράσπιστος, etc.)

Synonyms