ανυπεράσπιστος • (anyperáspistos) m (feminine ανυπεράσπιστη, neuter ανυπεράσπιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανυπεράσπιστος (anyperáspistos) | ανυπεράσπιστη (anyperáspisti) | ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) | ανυπεράσπιστοι (anyperáspistoi) | ανυπεράσπιστες (anyperáspistes) | ανυπεράσπιστα (anyperáspista) | |
genitive | ανυπεράσπιστου (anyperáspistou) | ανυπεράσπιστης (anyperáspistis) | ανυπεράσπιστου (anyperáspistou) | ανυπεράσπιστων (anyperáspiston) | ανυπεράσπιστων (anyperáspiston) | ανυπεράσπιστων (anyperáspiston) | |
accusative | ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) | ανυπεράσπιστη (anyperáspisti) | ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) | ανυπεράσπιστους (anyperáspistous) | ανυπεράσπιστες (anyperáspistes) | ανυπεράσπιστα (anyperáspista) | |
vocative | ανυπεράσπιστε (anyperáspiste) | ανυπεράσπιστη (anyperáspisti) | ανυπεράσπιστο (anyperáspisto) | ανυπεράσπιστοι (anyperáspistoi) | ανυπεράσπιστες (anyperáspistes) | ανυπεράσπιστα (anyperáspista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπεράσπιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπεράσπιστος, etc.)