ανυπόγραφος • (anypógrafos) m (feminine ανυπόγραφη, neuter ανυπόγραφο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανυπόγραφος (anypógrafos) | ανυπόγραφη (anypógrafi) | ανυπόγραφο (anypógrafo) | ανυπόγραφοι (anypógrafoi) | ανυπόγραφες (anypógrafes) | ανυπόγραφα (anypógrafa) | |
genitive | ανυπόγραφου (anypógrafou) | ανυπόγραφης (anypógrafis) | ανυπόγραφου (anypógrafou) | ανυπόγραφων (anypógrafon) | ανυπόγραφων (anypógrafon) | ανυπόγραφων (anypógrafon) | |
accusative | ανυπόγραφο (anypógrafo) | ανυπόγραφη (anypógrafi) | ανυπόγραφο (anypógrafo) | ανυπόγραφους (anypógrafous) | ανυπόγραφες (anypógrafes) | ανυπόγραφα (anypógrafa) | |
vocative | ανυπόγραφε (anypógrafe) | ανυπόγραφη (anypógrafi) | ανυπόγραφο (anypógrafo) | ανυπόγραφοι (anypógrafoi) | ανυπόγραφες (anypógrafes) | ανυπόγραφα (anypógrafa) |