Learned borrowing from Ancient Greek ῠ̔πογρᾰ́φω (hupográphō) and semantic loan from French souscrire and signer.[1] By surface analysis, υπο- (ypo-, “under”) + γράφω (gráfo, “write”).
υπογράφω • (ypográfo) (past υπέγραψα/υπόγραψα, passive υπογράφομαι, p‑past υπογράφτηκα/υπογράφηκα, ppp υπογεγραμμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υπογράφω | υπογράψω | υπογράφομαι | υπογραφώ, υπογραφτώ |
2 sg | υπογράφεις | υπογράψεις | υπογράφεσαι | υπογραφείς, υπογραφτείς |
3 sg | υπογράφει | υπογράψει | υπογράφεται | υπογραφεί, υπογραφτεί |
1 pl | υπογράφουμε, [‑ομε] | υπογράψουμε, [‑ομε] | υπογραφόμαστε | υπογραφούμε, υπογραφτούμε |
2 pl | υπογράφετε | υπογράψετε | υπογράφεστε, υπογραφόσαστε | υπογραφείτε, υπογραφτείτε |
3 pl | υπογράφουν(ε) | υπογράψουν(ε) | υπογράφονται | υπογραφούν(ε), υπογραφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υπέγραφα | υπέγραψα, υπόγραψα | υπογραφόμουν(α) | υπογράφηκα, υπογράφτηκα, [{υπεγράφην}]2 |
2 sg | υπέγραφες | υπέγραψες, υπόγραψες | υπογραφόσουν(α) | υπογράφηκες, υπογράφτηκες, [{υπεγράφης}] |
3 sg | υπέγραφε | υπέγραψε, υπόγραψε | υπογραφόταν(ε) | υπογράφηκε, υπογράφτηκε, {υπεγράφη} |
1 pl | υπογράφαμε | υπογράψαμε | υπογραφόμασταν, (‑όμαστε) | υπογραφήκαμε, υπογραφτήκαμε, [{υπεγράφημεν}] |
2 pl | υπογράφατε | υπογράψατε | υπογραφόσασταν, (‑όσαστε) | υπογραφήκατε, υπογραφτήκατε,[{υπεγράφητε}] |
3 pl | υπέγραφαν, υπογράφαν(ε) | υπέγραψαν, υπογράψαν(ε), υπόγραψαν | υπογράφονταν, (υπογραφόντουσαν) | υπογράφηκαν, υπογραφήκαν(ε), υπογράφτηκαν, υπογραφτήκαν(ε), {υπεγράφησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υπογράφω ➤ | θα υπογράψω ➤ | θα υπογράφομαι ➤ | θα υπογραφώ / υπογραφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υπογράφεις, … | θα υπογράψεις, … | θα υπογράφεσαι, … | θα υπογραφείς / υπογραφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υπογράψει έχω, έχεις, … υπογεγραμμένο, ‑η, ‑ο / υπογραμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υπογραφεί / υπογραφτεί είμαι, είσαι, … υπογεγραμμένος, ‑η, ‑ο / υπογραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υπογράψει είχα, είχες, … υπογεγραμμένο, ‑η, ‑ο / υπογραμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υπογραφεί / υπογραφτεί ήμουν, ήσουν, … υπογεγραμμένος, ‑η, ‑ο / υπογραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υπογράψει θα έχω, θα έχεις, … υπογεγραμμένο, ‑η, ‑ο / υπογραμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υπογραφεί / υπογραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … υπογεγραμμένος, ‑η, ‑ο / υπογραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | υπόγραφε | υπόγραψε | — | υπογράψου |
2 pl | υπογράφετε | υπογράψτε, υπογράφτε1 | υπογράφεστε | υπογραφείτε, υπογραφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | {υπογράφων, ‑ουσα, ‑oν} υπογράφοντας ➤ |
υπογραφόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υπογράψει ➤ | {υπογεγραμμένος, ‑η, ‑o} (υπογραμμένος, ‑η, ‑o) ➤ | ||
Nonfinite form➤ | υπογράψει | υπογραφεί, υπογραφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial. 2. Formal passsive forms, as in the ancient aorist ὑπεγράφην from the conjugation of ὑπογράφω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||