ανώνυμος • (anónymos) m (feminine ανώνυμη, neuter ανώνυμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανώνυμος (anónymos) | ανώνυμη (anónymi) | ανώνυμο (anónymo) | ανώνυμοι (anónymoi) | ανώνυμες (anónymes) | ανώνυμα (anónyma) | |
genitive | ανώνυμου (anónymou) | ανώνυμης (anónymis) | ανώνυμου (anónymou) | ανώνυμων (anónymon) | ανώνυμων (anónymon) | ανώνυμων (anónymon) | |
accusative | ανώνυμο (anónymo) | ανώνυμη (anónymi) | ανώνυμο (anónymo) | ανώνυμους (anónymous) | ανώνυμες (anónymes) | ανώνυμα (anónyma) | |
vocative | ανώνυμε (anónyme) | ανώνυμη (anónymi) | ανώνυμο (anónymo) | ανώνυμοι (anónymoi) | ανώνυμες (anónymes) | ανώνυμα (anónyma) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώνυμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώνυμος, etc.)