From Ancient Greek ἀνώτερος (anṓteros). A comparative form derived from an adverb: άνω (áno, “upper, over”) + -τερος (-teros, “comparative suffix”).
ανώτερος • (anóteros) m (feminine ανώτερη or ανωτέρα, neuter ανώτερο)
Degree of comparison of nonexistent adjective.
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανώτερος (anóteros) | ανώτερη (anóteri) | ανώτερο (anótero) | ανώτεροι (anóteroi) | ανώτερες (anóteres) | ανώτερα (anótera) | |
genitive | ανώτερου (anóterou) | ανώτερης (anóteris) | ανώτερου (anóterou) | ανώτερων (anóteron) | ανώτερων (anóteron) | ανώτερων (anóteron) | |
accusative | ανώτερο (anótero) | ανώτερη (anóteri) | ανώτερο (anótero) | ανώτερους (anóterous) | ανώτερες (anóteres) | ανώτερα (anótera) | |
vocative | ανώτερε (anótere) | ανώτερη (anóteri) | ανώτερο (anótero) | ανώτεροι (anóteroi) | ανώτερες (anóteres) | ανώτερα (anótera) |