αξάνοιχτος • (axánoichtos) m (feminine αξάνοιχτη, neuter αξάνοιχτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξάνοιχτος (axánoichtos) | αξάνοιχτη (axánoichti) | αξάνοιχτο (axánoichto) | αξάνοιχτοι (axánoichtoi) | αξάνοιχτες (axánoichtes) | αξάνοιχτα (axánoichta) | |
genitive | αξάνοιχτου (axánoichtou) | αξάνοιχτης (axánoichtis) | αξάνοιχτου (axánoichtou) | αξάνοιχτων (axánoichton) | αξάνοιχτων (axánoichton) | αξάνοιχτων (axánoichton) | |
accusative | αξάνοιχτο (axánoichto) | αξάνοιχτη (axánoichti) | αξάνοιχτο (axánoichto) | αξάνοιχτους (axánoichtous) | αξάνοιχτες (axánoichtes) | αξάνοιχτα (axánoichta) | |
vocative | αξάνοιχτε (axánoichte) | αξάνοιχτη (axánoichti) | αξάνοιχτο (axánoichto) | αξάνοιχτοι (axánoichtoi) | αξάνοιχτες (axánoichtes) | αξάνοιχτα (axánoichta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξάνοιχτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξάνοιχτος, etc.)