Learned borrowing from French axiologique. By surface analysis, αξιολογ(ία) (axiolog(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
αξιολογικός • (axiologikós) m (feminine αξιολογικη, neuter αξιολογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιολογικός (axiologikós) | αξιολογική (axiologikí) | αξιολογικό (axiologikó) | αξιολογικοί (axiologikoí) | αξιολογικές (axiologikés) | αξιολογικά (axiologiká) | |
genitive | αξιολογικού (axiologikoú) | αξιολογικής (axiologikís) | αξιολογικού (axiologikoú) | αξιολογικών (axiologikón) | αξιολογικών (axiologikón) | αξιολογικών (axiologikón) | |
accusative | αξιολογικό (axiologikó) | αξιολογική (axiologikí) | αξιολογικό (axiologikó) | αξιολογικούς (axiologikoús) | αξιολογικές (axiologikés) | αξιολογικά (axiologiká) | |
vocative | αξιολογικέ (axiologiké) | αξιολογική (axiologikí) | αξιολογικό (axiologikó) | αξιολογικοί (axiologikoí) | αξιολογικές (axiologikés) | αξιολογικά (axiologiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιολογικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιολογικός, etc.)